ετερόσειστος

ετερόσειστος
ος , ον с эпицентром в другом месте

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ετερόσειστος" в других словарях:

  • ετερόσειστος — η, ο (για τόπους) αυτός που υφίσταται σεισμούς τών οποίων το επίκεντρο βρίσκεται σε άλλον τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + σειστος (< σείω), πρβλ. ά σειστος] …   Dictionary of Greek

  • ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»